τριατομικός

τριατομικός
-ή, -ό, Ν
χημ.
1. (για μόριο) αυτός που αποτελείται από τρία άτομα
2. άλλη ονομασία τών τρισθενών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triatomic (< λατ. tria «τρεις» + ατομικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλ. Κομνηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριατομικός — ή, ό ονομασία χημικών μορίων που αποτελούνται από τρία άτομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”